- αὐχένια
- αὐχένιονneut nom/voc/acc plαὐχένιοςbelonging to the neckneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυχενία — (auchenia). Γένος μηρυκαστικών θηλαστικών της οικογένειας των καμηλιδών. Ζουν αποκλειστικά στη Νότια Αμερική, από το Περού και τον Ισημερινό μέχρι την Παταγονία και τη Γη του Πυρός. Ξεχωρίζουν από τις κοινές καμήλες από το μικρό μέγεθός τους και… … Dictionary of Greek
αὐχενίας — αὐχενίᾱς , αὐχένιος belonging to the neck fem acc pl αὐχενίᾱς , αὐχένιος belonging to the neck fem gen sg (attic doric aeolic) αὐχενίᾱς , αὐχενίας bull necked masc acc pl αὐχενίᾱς , αὐχενίας bull necked masc nom sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υακίζει — Α (κατά τον Ησύχ.) «οἱ εἰς τὰ αὐχένια βρέχει ἢ ὑετίζει ἢ ὕει». [ΕΤΥΜΟΛ. Αντί ὑετίζει (< ὑετός), κατ επίδραση τού ρ. οἰακίζω (< οἴαξ), πρβλ. και τον βοιωτ. τ. ὕαξ, αντί τού οἵαξ, ακος «πηδάλιο»] … Dictionary of Greek
αλπακά ή αλπάκα — (alpaca ή lama pacos). Θηλαστικό μηρυκαστικό της οικογένειας των καμηλιδών, της τάξης των αρτιοδαχτύλων, όμοιο με το λάμα (ελληνική ονομασία, αυχενία πάκος προβατοκάμηλος). Ζει στις ορεινές περιοχές του Περού και της Βολιβίας, όπου έχει… … Dictionary of Greek